- ελατοφόρος
- ο воен, лошадь ездового
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελατοφόρος — (I) ο νεοελλ. το αριστερό άλογο ζεύγους που σέρνει πυροβόλο με τον ελάτη. (II) ἐλατοφόρος, ον (Μ) (για τόπο) γεμάτος έλατα … Dictionary of Greek